έρεισμα

έρεισμα
τό
1) опора, подпорка; подставка; 2) перен. поддержка; 3) обочина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "έρεισμα" в других словарях:

  • ἔρεισμα — prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… …   Dictionary of Greek

  • έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»